Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η έκλειψη

  • 1 έκλειψη

    [-ις (-εως)] η
    1) исчезновение; вымирание; 2) истощение; иссякание; 3) астр. затмение;

    έκλειψη ηλίου (σελήνης) — затмение солнца (луны);

    έκλειψη ολική (μερική) — полное (частичное) затмение;

    έκλειψη δακτυλιοειδής — кольцеобразное затмение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έκλειψη

  • 2 ήλιος

    ο
    1) прям., перен. солнце;

    τεχνητός ήλιος — горное солнце;

    ανατολή (δύση) τού ηλίου восход (закат) солнца;
    η εκλειψη (τού) ηλίου затмение солнца;

    ο ήλιος της αλήθειας — солнце правды;

    βγαίνω (ζεσταίνομαι) στον -о выходить (греться) на солнце;

    με μαύρισε ο ήλιος — я загорел;

    τό δωμάτιο μου το βλέπει ( — или τό χτυπάει) ο ήλιος όλη την ημέρα — в моей комнате весь день солнце;

    2) подсолнух;
    3) красавец, красавица;

    § μή μού πιάνεις τον ήλιο — не заслоняй мне солнце;

    η χώρα τού 'Ανατέλλοντος Ηλίου страна восходящего солнца (о Японии);

    με τον ήλιο — когда светит солнце, после восхода, до заката;

    υπό τον -ον в этом мире, на этом свете;

    δεν έχω θέσιν υπό τον ήλιος ον — или δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным; — не иметь места под солнцем;

    άϊ στον ήλιο — или πίσω από τον ήλιο! — или κατά -ου κώλο! κ — дьяволу!, к чёрту!;

    θα πάω εκεί πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί — я уеду на

    край света, я готов уехать к чёрту на рога;

    ήλιος με δόντια — холодное, не согревающее солнце;

    βαρείтоб ήλιου πετριές — погов, толочь воду в ступе;

    άναψε του το λύχνο να δει τον ήλιο — посл, глаза как плошки, а Не видят ни крошки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ήλιος

  • 3 μερικός

    η, ό[ν]
    1) частичный;

    μερική έκλειψη της σελήνης — частичное затмение луны;

    μερική επιτυχία — частичный успех;

    μερική επιστράτευση ( — или κινητοποίηση) — частичная мобилизация;

    μερική εφαρμογή τού νόμου — частичное применение закона;

    2.) частный, особый, отдельный;

    μερική περίπτωση — частный случай;

    3) πλ. некоторые; немногие, несколько;

    μου χρειάζονται μερικά βιβλία ο) — мне нужны некоторые книги; — б) мне нужно иметь несколько книг;

    έχω μερικά χρήματα — у меня есть немного денег;

    μερικες φορές — а) иногда; — б) несколько раз;

    μερικοί άνθρωποι — а) несколько человек; — б) некоторые люди;

    § μερικοί μερικοί — некоторые, кое-кто (при намёке)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μερικός

См. также в других словарях:

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — η 1. ανυπαρξία, έλλειψη, εξαφάνιση. 2. (αστρον.), το φαινόμενο της παροδικής μερικής ή ολικής απόκρυψης του δίσκου του Ήλιου, που οφείλεται στην παρεμβολή της Σελήνης μεταξύ του Ήλιου και της Γης, ή του δίσκου της Σελήνης, που οφείλεται στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκλείψῃ — ἐκλείψηι , ἔκλειψις abandonment fem dat sg (epic) ἐκλείπω leave out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλειπτικός — ή, ό (Α ἐκλειπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η εκλειπτική ο μέγιστος κύκλος τής ουράνιας σφαίρας τον οποίο διαγράφει η γη κατά την περιφορά της γύρω από τον ήλιο αρχ. 1. αυτός που προκλήθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιοειδής — ( ούς), ές 1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου 2. ανατ. «δακτυλιοειδής χόνδρος» ο κατώτερος από αυτούς που αποτελούν τον σκελετό τού λάρυγγα 3. αστρον. «δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου» ηλιακή έκλειψη κατά την οποία ο μαύρος δίσκος τής Σελήνης δεν… …   Dictionary of Greek

  • σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… …   Dictionary of Greek

  • εκλειπτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη ή την εκλειπτική (βλ. λλ.): Εκλειπτικός μήνας. 2. το αρσ. ως ουσ., εκλειπτικός (ενν. κύκλος), ο κύκλος που στο επίπεδό του πρέπει να συμπέσουν Ήλιος και Σελήνη για να γίνει έκλειψη, ο ηλιακός κύκλος. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Eclipse — (englisch für „Finsternis, Verdunkelung“, aus altgriechisch ἔκλειψη) steht für Begriffe aus folgenden Bereichen: Musik The Dark Side of the Moon, Album von Pink Floyd (Arbeitstitel des Albums und ein Musikstück darauf) Eclipse (Yngwie Malmsteen… …   Deutsch Wikipedia

  • Ekliptik — mit vier Sonnenörtern und Himmelskoordinaten Die Bahnebenen aller Planeten sind nur relati …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»